- εὐωχεῖν
- εὐωχέωentertain sumptuouslypres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπεγχέω — Α [ἐγχέω] εγχέω λίγο ή βαθμιαία («τοὺς οἰκέτας ἐκέλευσεν ὑπεγχεῑν καὶ προθυμότερον εὐωχεῑν αὐτόν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek